- εφυστερητικός
- ἐφυστερητικός, -ή, -όν (Α) [εφυστερώ](ιατρ., για τις βαθμίδες τών προσβολών τού πυρετού που γίνονται σιγά σιγά πιο αραιές)αυτός που καθυστερεί, που συμβάλλει στην καθυστέρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφυστερητικοί — ἐφυστερητικός postponing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)